κικινελαϊκός

κικινελαϊκός
-ή, -ό
φρ. (βιοχ.) «κικινελαϊκό οξύ» — κοινή ονομασία τού υδροξυ-12-οκταδεκενο-9-οϊκού οξέος, τού οποίου τα γλυκερίδια είναι τα κύρια συστατικά τού κικινελαίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”